-
1 ὀπηδός
ὀπηδ-ός, ὁ, [dialect] Dor. [full] ὀπᾱδός, which is also the usual form in Trag. and Prose (v. infr.) (neither form occurs in Hom., though ὀπηδός may be inferred from ὀπηδέω),A attendant (cf. the Homeric ὀπάων), S.Tr. 1264 (anap.), E.Alc. 136 ; of body-guards, A.Supp. 985 : c. gen.,Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ Pi.Fr.95
;ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε.. ὀ. Id.N. 3.8
; τέκνων ὀ., of a παιδαγωγός, E.Med.53 ; πυκνοστίκτων ὀ. ἐλάφων pursuing them, of Artemis, S.OC 1093 (lyr.) ;ἀστέρες.. νυκτὸς ὀ. Theoc.2.166
;τὴν Ἑκάτην ὀπαδὸν Ἀρτέμιδος εἶναι Phld.Piet.91
, cf. 33.II as Adj., c. dat., following, accompanying, attending,ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδός h.Merc. 450
; πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις following the ways of sleep ( ὀπαδοῦσ' following on wing the ways of sleep, cj. Dobree), A.Ag. 426 (lyr.);σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδόν AP 6.190
(Gaet.).—Poet. word, used by Pl.Phdr. 252c, Phlb. 63e, and in late Prose, Phld. (v. supr.), Plu.Alc.23, Jul.Or.4.157a ( ὀπηδός Ant. Lib.7.7).
См. также в других словарях:
οπαδός — ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός) αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος νεοελλ. αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης αρχ. 1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ ὀπαδοὺς τούσδε καὶ… … Dictionary of Greek